σπανίων

σπανίων
σπάνιος
rare
fem gen pl
σπάνιος
rare
masc/neut gen pl
σπάνις
scarcity
fem gen pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπανιῶν — σπανία fem gen pl σπανίζω to be rare fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπρόσιο — Τρισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Dy· ανήκει στην ομάδα των σπάνιων γαιών (λανθανίδες) και έχει ατομικό αριθμό 66. Είναι γνωστά έξι ισότοπά του. Το δ. ανακαλύφθηκε το 1886 από τον Γάλλο χημικό Πολ Εμίλ Λεκόκ ντε Μπουασμποντράν (1838 1912),… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • δεσμευτής — Υλικό που εμφανίζει έντονη χημική συγγένεια με άλλα υλικά. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων ή μορίων από ένα περιβάλλον. Για παράδειγμα, το βάριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απομακρύνει… …   Dictionary of Greek

  • δημήτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ce. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος –οικογένεια των λανθανιδίων– και έχει ατομικό αριθμό 58. Έχει τέσσερα ισότοπα, όλα σταθερά. To δ. είναι αρκετά διαδεδομένο και αποτελεί το 0,0046% του γήινου φλοιού …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κεφαλονιάς — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1962 και άρχισε να λειτουργεί το 1969, στο ισόγειο της Κοργιαλένειου Βιβλιοθήκης, η οποία ξαναχτίστηκε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή του παλαιού κτιρίου από τους σεισμούς του 1953. Η πλούσια συλλογή του από αρχειακά και… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αμίαντο — το [αμίαντος] τεχνολ. 1. (gas mantle) ύφασμα εμβαπτισμένο σε χημικές ουσίες (κυρίως άλατα σπάνιων γαιών) που εκπέμπει έντονο λευκό φως όταν θερμανθεί με τη βοήθεια φλόγας. Χρησιμοποιείται σε λάμπες αερίου και πετρελαίου 2. είδος λευκού δέρματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”